- εκχωματώνω
- [-ώ (ο)] εκχωματίζω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκχωματώνω — και εκχωματώ ( όω) αφαιρώ, αποσύρω χώμα με εκσκαφή για ισοπέδωση ή κατασκευή τάφρου, ορύγματος κ.λπ … Dictionary of Greek
εκχωματώνω — εκχωμάτωσα, εκχωματώθηκα, εκχωματωμένος, και εκχωματίζω εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., σκάβοντας αφαιρώ χώμα από το έδαφος για να το ισοπεδώσω ή για να ανοίξω χαντάκι κτλ., ξεχωματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχωμάτωση — η ο εκχωματισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκχωματώνω ή εκχωματίζω … Dictionary of Greek
εκχωματίζω — εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., βλ. εκχωματώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)